Press "Enter" to skip to content

“El Fuser” Guevara de la Serna

Σαν σήμερα πριν από 48 χρόνια, στις 9 Οκτώβρη του 1967 άφησε την τελευταία του πνοή στα βουνά της Βολιβίας, σε ηλικία 39 ετών, μία από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα, ίσως από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές στον πλανήτη. Ο θρυλικός επαναστάτης, Ernesto Guevara de la Serna, που έμεινε στην ιστορία με το ψευδώνυμο “Che” ήταν ένας φανατικός φίλος και αθλητής του ράγκμπι!

Ο Guevara, γεννήθηκε στις 14 Ιούνη του 1928 (κατ’ άλλους 14 Μάη) στο Rosario της Αργεντινής, από γονείς που έφεραν Βάσκικες και Ιρλανδικές ρίζες. Μάλιστα ο πατέρας του, Ernesto Guevara Lynch, είχε δηλώσει ότι “στις φλέβες του κυλάει το αίμα των ιρλανδών εξεγερμένων”.

Αν και ήταν ένα ασθματικό παιδί, ο μικρός Ερνέστο, που μεγάλωσε στην Cordoba, από τα 14 του χρόνια ασχολήθηκε με το ράγκμπι. Η πρώτη του ομάδα, στην οποία ξεκίνησε να παίζει το 1942 ήταν η Estudiantes de Cordoba. Το πρόβλημα με το άσθμα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή του και ήταν αρκετά επικίνδυνη η υπερκόπωση των αγώνων, όμως ο ίδιος, απαντώντας στις συμβουλές του πατέρα του που του εφιστούσε την προσοχή, έλεγε ότι “Αγαπώ το ράγκμπι. Ακόμα κι αν μια μέρα με σκοτώσει είμαι χαρούμενος που παίζω.” Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με μαρτυρίες, χρειαζόταν κάθε 20 λεπτά να αποσύρεται για τις απαραίτητες ανάπνοές από ειδικό μηχάνημα που είχε μαζί του, λόγω της ασθένειάς του.

Αργότερα, έφυγε για τις πανεπιστημιακές του σπουδές στο Μπουένος Άιρες, όπου έγινε μέλος της ομάδας Club Universitario de Buenos Aires – με τα προφητικά αρχικά CUBA (!) – όπου έπαιζε στη θέση του fly-half. Την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα για διάρκεια τριών μηνών, εξέδωσε 11 τεύχη του περιοδικού “Tackle” που αφορούσε αποκλειστικά το ράγκμπι. Στο συγκεκριμένο περιοδικό έγραφε όλα τα άρθρα της ύλης, είτε με το κανονικό του όνομα, είτε χρησιμοποιώντας μια παραλλαγή ενός από τα παρατσούκλια του, “Chang-Cho” από το chancho που σημαίνει γουρούνι. Η έκδοση του περιοδικού σταμάτησε όταν, σύμφωνα και με μαρτυρία του αδελφικού του φίλου και συμπαίχτη του Alberto Granado, η αστυνομία εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο σε έναν αγώνα του, κατηγορώντας τον Guevara για διάδοση κομμουνιστικών ιδεών μέσα από τις σελίδες του περιοδικού, μετά από ένα άρθρο που είχε γράψει κριτικάροντας την ελιτίστικη δομή του αθλήματος στην Αργεντινή και τις ταξικές διαφορές στην ανάπτυξή του.

Το διάστημα που αγωνιζόταν στην CUBA του Μπουένος Άιρες, απέκτησε και το διασημότερο παρατσούκλι του, μετά το θρυλικό “Che”: τον ονόμασαν Fuser για τον τρομερά επιθετικό τρόπο παιχνιδιού του, που έβγαινε από το El Furibundo Serna, που σημαίνει “ο αγριεμένος Serna”.

Το 2007, ο Agustin Pichot, αρχηγός της Εθνικής Ομάδα της Αργεντινής, όταν αυτή έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Rugby World Cup της Γαλλίας, ανέφερε ότι ο Che Guevara αποτελούσε μια από τις βασικές πηγές έμπνευσης για τα Pumas, δηλώνοντας συγκεκριμένα: “Βλέπω μια ευθεία σύνδεση ανάμεσα στην αγάπη του για το ράγκμπι και την αγάπη μας για το ράγκμπι, τη θέλησή του για αλλαγή και τη θέλησή μας για αλλαγή”.

Αυτά είναι μερικά στοιχεία για τον πιο διάσημο αθλητή του ράγκμπι όλων των εποχών! Παρακάτω ακολουθεί μεταφρασμένο ένα άρθρο του από το περιοδικό Tackle που βρίσκεται στο αρχείο της αργεντίνικης εφημερίδας Nación και αναφέρεται στην ανάπτυξη του ράγκμπι στις “εσωτερικές” επαρχίες της Αργεντινής.

“Σ’ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ, αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι να δώσω τα αποτελέσματα του τάδε ή του δείνα τουρνουά, που έγινε από κάποια επιτροπή του εσωτερικού, αλλά να δώσω το γενικό πανόραμα των προβληματισμών που αφορούν το ράγκμπι σ’ αυτές τις επαρχίες του εσωτερικού.

Οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από αυτές του ράγκμπι στην πρωτεύουσα, γιατί πρέπει να ξέρετε ότι στις επαρχίες, οι μισοί σύλλογοι είναι θεσμοί που έχουν ως μόνη προτεραιότητα το όνομά τους και το χρώμα της φανέλας. Εκεί, οι αγώνες του ράγκμπι παίζονται σε γήπεδα σκληρά, με πέτρες και υπάρχει πάντα ο φόβος ότι η άδεια του παιχνιδιού μπορεί να αρθεί. Στην πραγματικότητα το αρχικό σημείο αυτού του πανοράματος είναι η απουσία εγκατάστασης αγγλικού πληθυσμού σε αυτές τις επαρχίες του εσωτερικού. Θα πρέπει να ξέρετε ότι το ράγκμπι διαδίδεται στο εσωτερικό από παλιούς παίχτες που εγκαταλείπουν το Μπουένος Άιρες για λόγους επαγγελματικούς και ξαναβρίσκονται για να συνεχίσουν να εξασκούν το αγαπημένο τους άθλημα.

Στο Μπουένος Άιρες αυτοί που παίρνουν τις πρωτοβουλίες είναι άνθρωποι πλούσιοι, που μπορούν να έχουν ένα κεφάλαιο και να δημιουργήσουν καλούς συλλόγους, υπολογίζοντας στον ενθουσιασμό ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Αντιθέτως, στις πόλεις της επαρχίας, το ράγκμπι δεν καταφέρνει να τραβήξει το ενδιαφέρον των εύπορων τάξεων, που είναι προσκολλημένες στην παράδοση και πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις, παραμένει μια ασχολία των μικροαστών μαζί με ανθρώπους που έχουν σίγουρα μεγάλο ενθουσιασμό για το άθλημα, αλλά τίποτα παραπάνω. Όλο αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: η απουσία του ενδιαφέροντος κάνει το κοινό να μη γνωρίζει το άθλημα και καθώς το άθλημα δεν είναι γνωστό είναι προφανώς δύσκολο να ξεκινήσεις να το εξασκείς.

ΑΛΛΟ ΖΗΤΗΜΑ, ΟΙ ΣΤΕΛΕΧΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ δεν καταλαμβάνονται από παλιούς παίχτες οι οποίοι λόγω των καλών αναμνήσεών τους θα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα των γηπέδων ή των αποδυτηρίων. Αντιθέτως, η διαχείριση έχει ανατεθεί σε ανθρώπους που έχουν άγνοια για το ράγκμπι.

Υπάρχει επίσης ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει στο Μπουένος Άιρες: η απομόνωση. Όταν οι αγγλικές και γαλλικές ομάδες ήρθαν στην Αργεντινή, όλοι μείναμε έκπληκτοι βλέποντας την ποιότητα αυτού του ράγκμπι ανακαλύπτοντας κάτι καινούριο, το καλής ποιότητας ράγκμπι είναι πολύ θεαματικό, ακόμα και για κάποιον που αγνοεί τους κανόνες του. Γνωρίσαμε ανθρώπους που ανακάλυψαν εκείνη τη μέρα το άθλημα και ήταν ενθουσιασμένοι. Δεν είναι το ίδιο και στις επαρχίες: συνήθως, βλέπουμε ένα παιχνίδι κλειστό, με τους forwards, τα kicks κλπ. Αν ο κόσμος μπορούσε να δει τις ομάδες που παίζουν σε ένα ανοιχτό παιχνίδι, το ράγκμπι θα μπορούσε να αποκτήσει πολλούς νέους φίλους και αθλητές. Έτσι είναι πολύ λυπηρό ότι δεν υπήρχε περιοδεία αυτή τη χρονιά και προτείνω το πρωτάθλημα να έχει ένα μονό αριθμό ομάδων, ώστε ένας σύλλογος κάθε αγωνιστική να είναι ελεύθερος για να μπορεί να αντιμετωπίζει τις ομάδες του εσωτερικού. Έτσι η προσπάθεια τόσων πρωτοπόρων που προσπαθούν να αναπτύξουν το ράγκμπι στην επαρχία θα έπιανε τόπο. Και κυρίως, μ’ αυτό το ανοιχτό παιχνίδι, το ράγκμπι θα κέρδιζε δημοφιλία και θα μπορούσαμε να φτιάξουμε ένα πρωτάθλημα πραγματικά αργεντίνικο που δε θα έχει τα όριά του στο Μπουένος Άιρες.

Ο ΣΤΟΧΟΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ να δούμε ένα γήπεδο ράγκμπι σε κάθε αργεντίνικο χωριό. Γνωρίζουμε τους κινδύνους που συνδέονται με την υπερβολική ανάπτυξη ενός αθλήματος. Αλλά πιστεύουμε, από την άλλη, ότι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε συλλόγους των οποίων η κύρια δραστηριότητα θα ήταν το ράγκμπι, όπως στην πρωτεύουσα όπου δεν είναι πια ένα δευτερεύον σπορ. Αν γίνουν όλα αυτά, η Αργεντινή θα μπορέσει να έχει τη θέση της στην ιεραρχία του διεθνούς ράγκμπι. Κάθε φορά που γεμίζουμε ένα γήπεδο ράγκμπι, με το γρασίδι του, τις άσπρες γραμμές του, κάθε φορά που μπαίνουμε στα αποδυτήρια, με το ζεστό νερό, το μπαρ – δηλαδή όλα αυτά που συνθέτουν έναν σύλλογο – θυμόμαστε όλοι τον παιδικό μας ενθουσιασμό, ωστόσο στην επαρχία, μαζεύουμε μια δεκαριά πρόθυμους, προσπαθούμε να αποσπάσουμε την προσοχή κάποιων που έχουν την περιέργεια, μπαίνοντας στο γήπεδο, βλέποντας με ζήλια τις συνήθειες των άλλων. Στο τέλος του αγώνα, βγάζουμε τα παπούτσια, βάζουμε τα παντελόνια κι αυτό είναι όλο! Το τρίτο ημίχρονο, αυτό το καταπληκτικό έθιμο του ράγκμπι, είναι ένα πράγμα άγνωστο σ’αυτή τη γη, και είναι ωστόσο μια παράδοση που κάνει αυτό το σπορ τόσο θαυμάσιο.

Chang-Cho”

Be First to Comment

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *