Η δημιουργία του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1987 αποτέλεσε ένα γεγονός που επέτρεψε στο ράγκμπι να πάρει άλλες διαστάσεις. Η μεταμόρφωση του αθλήματος, που ολοκληρώθηκε με το πέρασμα στην εποχή του επαγγελματισμού έχει αφετηρία εκείνη την ιστορική απόφαση, εγκαθίδρυσης ενός διαπλανητικού θεσμού, όπου θα συμμετέχουν οι καλύτερες ομάδες του κόσμου. Σε πολλούς μπορεί να λείπει η αθωότητα σχεδόν ενός αιώνα, που διατηρούσε το έτσι κι αλλιώς ξεχωριστό άθλημα, αλλά είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αυτή η απόφαση ήταν το ορόσημο της εποχής της εξάπλωσης, μιας διαδικασίας που ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Το Παγκόσμιο Κύπελλο, του οποίου η πρώτη έκδοση πραγματοποιήθηκε το 1987, άλλαξε όλη τη φυσιογνωμία του ράγκμπι, μαζί με το πέρασμα στον επαγγελματισμό, την εισροή μεγάλων κεφαλαίων και το πιο σημαντικό, την εξέλιξη στον τρόπο του παιχνιδιού.
Εκείνο τα χρόνια οι παίχτες πληρώνονταν σχεδόν παράνομα, με τα χρήματα να κυκλοφορούν μέσα σε φακέλους, ενώ οι διεθνείς συναντήσεις προγραμματίζονταν βήμα-βήμα, μεταξύ των παραγόντων των Ομοσπονδιών. Καμία σχέση δηλαδή με τη μετ’έπειτα κατάσταση, όπου εγκαθιδρύθηκε το τετραετές καλεντάρι του International Rugby Board, που και αυτό άλλαξε όνομα ώστε σήμερα να ονομάζεται World Rugby.
Στα μέσα της δεκαετίας του 80, το ράγκμπι, υπό τους αυστηρούς κανόνες του ερασιτεχνισμού, που ελέγχονταν από το “Board”, ζούσε κλεισμένο στο καβούκι του. Ήταν το μοναδικό ομαδικό σπορ που δεν είχε παγκόσμιους πρωταθλητές και η παγκόσμια ιεραρχία φτιαχνόταν περισσότερο κατά συνείδηση, με βάση τα αποτελέσματα των επιμέρους τουρνουά και των International Tests.
Στην πραγματικότητα, η πρωτοβουλία ενός δημοσιογράφου, του David Lord, που το 1983 ανακοίνωσε τις προθέσεις του για τη διοργάνωση ενός παγκόσμιου θεσμού, επαγγελματικού, με ιδιωτική χρηματοδότηση, ήταν αυτή που ουσιαστικά ανάγκασε το “Board” να θέσει σε κίνηση την ιδέα πραγματοποίησης ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η αποστολή ανατέθηκε στον Albert Ferrasse, που διατελούσε τότε Πρόεδρος της Γαλλικής Ομοσπονδίας Ράγκμπι, με το σχέδιο να κερδίζει συνεχώς υποστηρικτές. Έτσι, στις 22 Απριλίου του 1985, το IRB ψήφισε στο Παρίσι τη δημιουργία του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ήταν χαρακτηριστικό της ανάγκης ύπαρξης του θεσμού, που η απόφαση προέβλεπε ότι η πρώτη έκδοση του θεσμού θα διοργανωνόταν μόλις 2 χρόνια αργότερα, το 1987, στα γήπεδα της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας. Όλα αυτά, 57 χρόνια μετά την πρώτη σέντρα για το αντίστοιχο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου.
Η ραγδαία αύξηση των κερδών
Τον Μάιο και Ιούνιο του 1987, 16 ομάδες προσκλήθηκαν ώστε να συμμετέχουν στο πρώτο Μουντιάλ, το οποίο κέρδισαν οι All Blacks, ενώ ένα από τα παιχνίδια του, αυτό μεταξύ της Γαλλίας και της Αυστραλίας, στον ημιτελικό που οι Bleus κέρδισαν με 30-24, πέρασε στην ανθολογία του παγκοσμίου ράγκμπι.
Ο θεσμός αποτελούσε ήδη εκπληκτική διαφήμιση για το άθλημα και κατέστη μια τεράστια πηγή εσόδων για το IRB, μέσω της δημιουργίας του οργανισμού Rugby World Cup (RWC) το 1988, που είχε σκοπό να διαχειρίζεται τα κέρδη της διοργάνωσης.
Έτσι, η δεύτερη διοργάνωση, το 1991, στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, αποτέλεσε μια τεράστια πηγή εσόδων, με τα τηλεοπτικά δικαιώματα να αποφέρουν τεράστια κέρδη για το άθλμα, ενώ πλέον υπήρχε και η διαδικασία πρόκρισης, με τη διοργανώτρια χώρα να είναι η μόνη η οποία είχε απ’ ευθείας το δικαίωμα συμμετοχής.
Πέρα απ’ αυτό όμως, το Μουντιάλ κατάφερε να αυξήση και το κοινό του ράγκμπι, μέσω της τηλεόρασης. Το αθροιστικό νούμερο τηλεθεατών, από 230 εκατομμύρια το 1987, έφτασε 20 χρόνια αργότερα, το 2007, στα 4.2 δισεκατομμύρια.
Το παιχνίδι άλλαξε
Πέρα όμως από τα οικονομικά μεγέθη και την ακροαματικότητα, η πιο σημαντική αλλαγή που επέφερε το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν στο ίδιο το άθλημα, στον τρόπο που διεξάγεται το παιχνίδι. Αυτή η πορεία βεβαίως επιταχύνθηκε από την είσοδο του επαγγελματισμού, το 1995, που ακολούθησε την τρίτη έκδοση του θεσμού, η οποία διοργανώθηκε στη Νότια Αφρική. Ο επαγγελματισμός, που συνδιάστηκε με μια εξέλιξη των κανόνων το 1996, ώστε το παιχνίδι να γίνετι πιο θεαματικό, έφερε μια τρομερή εξέλιξη στη δομή των αγώνων.
Σύμφωνα με το World Rugby, από το 1995 ο αριθμός των penalties (-16%), των line-outs και των scrums (-35 με 37%) μειώθηκε δραματικά, σε αντίθεση με τον αριθμό των πασών (+47%) και κυρίως των mauls και των rucks (+135%). Μα φυσικά, η μεγαλύτερη εξέλιξη αφορά τον καθαρό χρόνο παιχνιδιού, που από το 1987 μέχρι το 2011 έφτασε από ένα μέσο όρο 20 λεπτών στα 35! Τέσσερα χρόνια μετά το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο, στις 21 Μαρτίου του 2015, το απίστευτο παιχνίδι μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας για το Six Nations (έληξε 55-35) ξεπέρασε τα 40 λεπτά καθαρού παιχνιδιού. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει πλέον και με πολλές αναμετρήσεις στο Νότιο Ημισφαίριο.
Αποτελεί ερώτημα αν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2015 θα επιβεβαιώσει αυτή την εξελικτική τάση. Σε κάθε περίπτωση, με την κάλυψη από τα ΜΜΕ να είναι πολύ μεγαλύτερη και τη χρήση πολύ μεγάλων και εμβληματικών σταδίων, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα σπάσει εκ νέου τουλάχιστον τα οικονομικά ρεκόρ.
Πηγή: rugbyrama.fr
Be First to Comment